χειρολεπίς

χειρολεπίς
-ίδος, η, Ν
(παλαιοντ.) (λόγ. τ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων ιχθύων, που ανακαλύφθηκε σε πετρώματα τού δεβονίου στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. cheirolepis (< χειρ, χειρός + λεπίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ακτινοπτερύγιοι — Υφομοταξία ψαριών της ομοταξίας των οστεϊχθύων. Έχουν χόνδρινο σκελετό, περισσότερο ή λιγότερο οστεοποιημένο, σώμα γεμάτο λέπια και ακτινωτά πτερύγια (απ’ όπου και η ονομασία τους). Η υφομοταξία αυτή περιλαβαίνει το μεγαλύτερο μέρος των ψαριών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”